λαομίσητος

λαομίσητος
-η, -ο
ο μισητός στον λαό («λαομίσητη δυναστεία»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λαομίσητος — η, ο αυτός που είναι μισητός στο λαό: Ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ υπήρξε λαομίσητος βασιλιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δημεχθής — δημεχθής, ές (Α) λαομίσητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + εχθής < έχθος] …   Dictionary of Greek

  • λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”